- κατασκευαζόμενα
- κατασκευάζωequippres part mp neut nom/voc/acc plκατασκευάζωequippres part mp neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατασκευαζομένας — κατασκευαζομένᾱς , κατασκευάζω equip pres part mp fem acc pl κατασκευαζομένᾱς , κατασκευάζω equip pres part mp fem gen sg (doric aeolic) κατασκευαζομένᾱς , κατασκευάζω equip pres part mp fem acc pl κατασκευαζομένᾱς , κατασκευάζω equip pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδοστράβη — ἡ, ΜΑ παγίδα για να πιάνονται τα θηράματα από τα πόδια (α. «ὥσπερ ἐν ποδοστράβῃ εἰλημμένον», Υπερ. β. «ποδοστράβας ἔλεγον μηχανήματά τινα ὑπὸ τῶν κυνηγετῶν κατασκευαζόμενα, εἰς ἅ τὰ θηρία ἐμβαίνοντα ἡλίσκετο», Φώτ.) || [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + … Dictionary of Greek
φαγεντιανός — ή, ό, Ν [Φαγεντία] 1. αυτός που προέρχεται από την γαλλική πόλη Φαγεντία ή Φαγιάνς ή την ιταλική πόλη Φαβεντία ή Φαέντσα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φαγεντιανά πήλινα αντικείμενα, εφυαλωμένα με κασσιτερούχο βερνίκι, που κατασκευάζονται στη… … Dictionary of Greek